- Παροιμίες, μαντινάδες, γνωμικά
- "Βάλε ελιά για τη ζωή σου και συκιά για το παιδί σου"
- Βάλε ελιά για τα παιδιά σου και μηλιά για την κοιλιά σου
- "Από το θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές"
- Αν δε σφίξεις την ελιά, δε βγάζει λάδι.
(Όπως πρέπει να σφίξεις τις ελιές για να βγάλεις το λάδι, έτσι πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να αποδώσει η δουλειά σου).
- ’κουσες λάδι τρέχα, άκουσες στεφάνι φεύγα.
(Στο λάδι (βάφτιση) αν πας δεν θα 'χεις έξοδα ενώ στο γάμο οι καλεσμένοι βάζουν χρήματα στο δίσκο ως δώρο για τους νιόπαντρους).
- Όποιος έχει σιτάρι, κρασί και λάδι στο πιθάρι έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη.
(Όποιος έχει αυτά τα τρία προϊόντα στο σπίτι του, είναι σαν να έχει απ' όλα, είναι πλούσιος).
- Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι.
(Είναι τόσο άσχημος χαρακτήρας που ό,τι και να κάνεις δεν μπορείς να τον συμπαθήσεις).
- · Ξεφόρτωσε τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι
(Κλάδεψε την ελιά να κάνει πολύ καρπό) - Από την πέτρα βγάνει λάδι.(Λέγεται για τα πολύ δραστήρια και αποτελεσματικά άτομα αλλά και για τους εκμεταλλευτές)
- Κολοκύθια με το λάδι, κολοτούμπες το βράδυ.
(Τα κολοκύθια δεν χορταίνουν).
- Μου 'βγαλε το λάδι.
(Με ξεθέωσε στη δουλειά).
- Αυτός είναι σαν το νερό στο λάδι.
(Είναι καθαρός, αθώος).
- Ρίχνει λάδι στη φωτιά.
(Με τα λόγια και τη στάση του, βοηθά να ανάψει ο καυγάς).
- Τράβηξε της ελιάς τα βάσανα
- Άλλοι κλαίνε κ’ δέρνονται και άλλοι τη βγάζουν λάδι
- Άλλου ζιπάν τσι ελιές κι αλλού βγαιν’ του λάδ’
- Να σε κάψω Γιάννη να σε αλείψω λάδι
- Έδωκέ μας μιαν ελιά στο στόμα κι εκρέμασέ μας ένα τουλούμι από πίσω μας. (Γι’ αυτούς που κάνουν μια μικρή εξυπηρέτηση για να ζητήσουν μετά πολλά ανταλλάγματα)
- Η ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει.
- Του έβγαλε το λάδι.
- Την έκανες τη λαδιά σου.
- Λέει η ελιά στον αφέντη της: «Φρόντισέ με να σε θρέψω, πότισέ με να σε πλουτίσω».
- Φάε λάδι κι έλα βράδυ, φάε βούτυρο, κοιμήσου κούτσουρο.
- Άλλος μπέης, άλλα λάδια.
- Κάθε σταλαματιά νερό τ` Απρίλη είναι ένα βαρέλι λάδι.
- Πρώτα θεμέλια του σπιτιού: ψωμί, κρασί και λάδι.
- Ψωμί κι ελιά και Κώτσο Βασιλιά.
- Λάδι από την κορυφή, κρασί απ` τη μέση και μέλι απ` τον πάτο αγόραζε.
- Η τέχνη θέλει μάστορη κι φάβα θέλει λάδι.
- Η αλήθεια πλέει, σαν το λάδι στο νερό.
- Αν μαγειρεύεις τα κουκιά σε πήλινο τσουκάλι, θε να φουσκώσουν τα κουκιά και θα χυθεί το λάδι.
- Σε προξενιό και σε ταξίδι, μήτε λάδι μήτε ξύδι.
- Η αλήθεια και το λάδι βγαίνουν πάντοτε από πάνω.
- Η σφίξη βγάζει λάδι.
- Φάει κουμπάρε ελιές. -Καλό είν' και το χαβιάρι!
- Αυτός είναι της ελιάς φύλλο.
- Αμπέλι του χεριού σου κι ελιά απ` τον παππού σου.
- Η ελιά στο μάγουλο είναι ομορφιά και τύχη.
- Από του Σταυρού κι ομπρός, η κάθ’ ελιά το λάδι της κι η λίμπα το νερό της.
- Η ελιά έχει και σοδειά κι αναποδιά.
- Η ελιά θέλει ζουρλό νοικοκύρη.
- Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, τρεις και το λαδόξυδο.
Παροιμίες από την Κρήτη
- ·Αμπέλι από δικού σου κι ελιές απ’ του κυρού σου. (Τα αμπέλια μεγαλώνουν γρήγορα και καρποφορούν αλλά για να βγάλει κανείς εισόδημα από τις ελιές πρέπει να τις κληρονομήσει από τους γονείς του).
- Δίχως λάδι, δίχως ξύδι πώς θα κάνουμε ταξίδι (Δεν μπορεί να γίνει δουλειά αν δεν έχεις τα απαραίτητα εφόδια).
- Απού ‘χει γιο θέλει κρασί κι απού ‘χει κόρη λάδι. (Η κόρη θέλει έξοδα για την αποκατάσταση της ενώ ο γιος…μόνο το κρασί του γάμου)
Παροιμία από την Νάξο
- Αν δεν έμπει η ελιά στα μάγκανα, δε βγαίνει λάδι. (Για να αποδώσει η δουλειά, θέλει κόπο)
Παροιμία από την Χίο
- · Αυτός πάει όπως το καράβι στο λάδι. (Για εκείνους που διαλέγουν τον σίγουρο και ασφαλή δρόμο)
ΠΑΡΟΙΜΊΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΤΡΙΦΥΛΊΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΉΣΟΥ
- ·Η κάργα βγάνει λάδι. (Η έννοια της παροιμίας αυτής είναι ότι η προσπάθεια αποδίδει καρπούς)
Παροιμία από την Κεφαλονιά
- Η ελιά πίνει το κρασί.(Δεν κάνει να φυτεύονται μαζί αμπέλια και ελιές, γιατί η ελιά παίρνει όλο το χώμα)
Παροιμία από την Νίσυρο
- Άνθρωπος χωρίς υπομονή, λυχνάρι δίχως λάδι.
Παροιμία από την Κύπρο
- Άκουσεν η ελιά το μυστρίν τζ ελούθην του κλαμάτου. (Η ελιά άρχισε να κλαίει όταν είδε να χτίζεται σπίτι δίπλα της, γιατί της αρέσει να ζει σε ανοιχτό αέρα και φως)
Παροιμία Ελλήνων της Βάρνα της Βουλγαρίας
- Άξια τιμή του ποντικού να πέσει μες στο λάδι.
Χριστουγεννιάτικη Ευχή
- Όπως θα γεμίσει του Χριστού το τραπέζι, έτσι να καρπίσουν οι ελιές μας.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΙΑ
Ανατολέας Φοίβος, «Ύμνος στην ελιά».
· Ελύτης Οδυσσέας, «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας».
· Εφταλιώτης Αργύρης, «Σε μυτιληνιό λάδι».
· Κουντουράς Μίλτος, «Ελιώνας».
· Κουντουράς Μίλτος, «Η Πλωμαρίτισσα».
· Μαραγγέλλης Ευστράτιος, «Η συγκομιδή ελαιών».
· Μυτιληναίος Δημήτρης, «Οι δημιουργοί».
· Παπανικόλας Στρατής, «Η Ελιά».
· Πασχάλης Στρατής, «Συγκομιδή».
· Σαραντάκος Νίκος (Άχθος Αρούρης), «Παράφραση ποιήματος "Η ελιά" Λορέντζου Μαβίλη».
· Χαμχούμης Γιώργος, «Ταϊφάδες».
· Ελύτης Οδυσσέας, «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας».
· Εφταλιώτης Αργύρης, «Σε μυτιληνιό λάδι».
· Κουντουράς Μίλτος, «Ελιώνας».
· Κουντουράς Μίλτος, «Η Πλωμαρίτισσα».
· Μαραγγέλλης Ευστράτιος, «Η συγκομιδή ελαιών».
· Μυτιληναίος Δημήτρης, «Οι δημιουργοί».
· Παπανικόλας Στρατής, «Η Ελιά».
· Πασχάλης Στρατής, «Συγκομιδή».
· Χαμχούμης Γιώργος, «Ταϊφάδες».
· Βρεττάκος Νικηφόρος, «Αντιστέκομαι».
· Βρεττάκος Νικηφόρος, «Η Λιομαζώχτρα».
· Δροσίνης Γεώργιος, «Της ελιάς ο ίσκιος».
· Ήρινα, [Λιομαζεύτρα].
· Κάλβος Ανδρέας, «Εις ελαίαν».
· Καμπάνης Άριστος, «Εγώ κι ένα δέντρο».
· Καμπούρογλου Δημήτριος, «Εληά και πεύκος».
· Μαβίλης Λορέντζος, «Η ελιά».
· Μπούμη - Παπά Ρίτα, «Η ελιά».
· Παλαμάς Κωστής, «Η ελιά».
· Πολέμης Ιωάννης, «Η ελιά».
· Πολέμης Ιωάννης, «Πατρίδα τα λιοτρίβια σου».
· Πορφύρας Λάμπρος, «Η ελιά».
· Ρίτσος Γιάννης, «Φεύγοντας απ’ τη Μονοβασιά».
· Σικελιανός Άγγελος, «Το Διάβα του Ελαιώνα».
· Τζανής Γιάννης, «Της Ελλάδας η ελιά».
· Τζανής Γιάννης, «Στον ελιώνα της Γερακινής».
· Τζανής Γιάννης, «Στα 2500 μ.Χ.».
· Τσάτσος Κωνσταντίνος, «Το μάθημα της ρίζας».
· Φωκάς Νίκος, «Ελιές και δρόμοι».
· Βρεττάκος Νικηφόρος, «Η Λιομαζώχτρα».
· Δροσίνης Γεώργιος, «Της ελιάς ο ίσκιος».
· Ήρινα, [Λιομαζεύτρα].
· Κάλβος Ανδρέας, «Εις ελαίαν».
· Καμπάνης Άριστος, «Εγώ κι ένα δέντρο».
· Καμπούρογλου Δημήτριος, «Εληά και πεύκος».
· Μαβίλης Λορέντζος, «Η ελιά».
· Μπούμη - Παπά Ρίτα, «Η ελιά».
· Παλαμάς Κωστής, «Η ελιά».
· Πολέμης Ιωάννης, «Η ελιά».
· Πολέμης Ιωάννης, «Πατρίδα τα λιοτρίβια σου».
· Πορφύρας Λάμπρος, «Η ελιά».
· Ρίτσος Γιάννης, «Φεύγοντας απ’ τη Μονοβασιά».
· Σικελιανός Άγγελος, «Το Διάβα του Ελαιώνα».
· Τζανής Γιάννης, «Της Ελλάδας η ελιά».
· Τζανής Γιάννης, «Στον ελιώνα της Γερακινής».
· Τζανής Γιάννης, «Στα 2500 μ.Χ.».
· Τσάτσος Κωνσταντίνος, «Το μάθημα της ρίζας».
· Φωκάς Νίκος, «Ελιές και δρόμοι».
Ύμνος στην ελιά
Γκρίζα κι ασημοπράσινη, απ’ τον ήλιο χρυσωμένη,
ελιά, περνά από πάνω σου η αμέτρητη αιωνιότη
κι ούτε ένα φύλλο σου σκορπά κι ούτε λαφριά σ’ αγγίζει.
τα γερατειά σου σέβεται, πανίερη, κάθε πλάσμα.
Το σύμβολο είσαι μιας ζωής ειρηνικιάς κι ωραίας
― η ομορφιά σου αρρενωπή, ασήμι η καλωσύνη ―
πίσω από τα ξανοίγματα των μπράτσων σου μ’ αρέσει
το βαθυγάλαζο ουρανό, τα σύγνεφα να βλέπει.
Σου πρέπει πράσινο χαλί, τις ρίζες σου ν’ απλώνεις
και τ’ οργωμένο κόκκινο το χώμα σου ταιριάζει.
Του τρύγου είναι τρελή η χαρά, η δική σου ξεχωρίζει
όταν σε τριγυρίζουνε μαζώχτρες, ραβδιστάδες.
Λιγνά στα νιάτα και κομψά τα μπράτσα σου υψώνεις
κι όταν γεράσεις και σκεβρή πάνω στο χώμα γύρεις,
δεν παραδίνεις την ψυχή ― την ιερή ψυχή σου ―
πριν νια βλαστάρια πεταχτούν στη γέρική σου ρίζα.
Λιτή, αυστηρή, γαληνική, σα ενάρετη κοπέλα,
μακαρισμένη μια χαρά και ειρήνη συμβολίζεις.
Είναι ευλογία του σπιτιού ο καρπός σου και το ξύλο
όταν στο τζάκι το χειμώνα ωραία λαμπαδίζει.
Γκρίζα κι ασημοπράσινη, απ’ τον ήλιο χρυσωμένη,
ελιά, περνά από πάνω σου η αμέτρητη αιωνιότη
κι ούτε ένα φύλλο σου σκορπά κι ούτε λαφριά σ’ αγγίζει.
τα γερατειά σου σέβεται, πανίερη, κάθε πλάσμα.
Το σύμβολο είσαι μιας ζωής ειρηνικιάς κι ωραίας
― η ομορφιά σου αρρενωπή, ασήμι η καλωσύνη ―
πίσω από τα ξανοίγματα των μπράτσων σου μ’ αρέσει
το βαθυγάλαζο ουρανό, τα σύγνεφα να βλέπει.
Σου πρέπει πράσινο χαλί, τις ρίζες σου ν’ απλώνεις
και τ’ οργωμένο κόκκινο το χώμα σου ταιριάζει.
Του τρύγου είναι τρελή η χαρά, η δική σου ξεχωρίζει
όταν σε τριγυρίζουνε μαζώχτρες, ραβδιστάδες.
Λιγνά στα νιάτα και κομψά τα μπράτσα σου υψώνεις
κι όταν γεράσεις και σκεβρή πάνω στο χώμα γύρεις,
δεν παραδίνεις την ψυχή ― την ιερή ψυχή σου ―
πριν νια βλαστάρια πεταχτούν στη γέρική σου ρίζα.
Λιτή, αυστηρή, γαληνική, σα ενάρετη κοπέλα,
μακαρισμένη μια χαρά και ειρήνη συμβολίζεις.
Είναι ευλογία του σπιτιού ο καρπός σου και το ξύλο
όταν στο τζάκι το χειμώνα ωραία λαμπαδίζει.
Ο Ήλιος ο ηλιάτορας
Ε, σεις στεριές και θάλασσες, τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές,
ακούστε τα χαμπέρια μου μέσα στα μεσημέρια μου.
Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ,
μόνον ετούτον αγαπώ.
Ε, σεις στεριές και θάλασσες, τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές,
ακούστε τα χαμπέρια μου μέσα στα μεσημέρια μου.
Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ,
μόνον ετούτον αγαπώ.
Σε μυτιληνιό λάδι
Λαδάκι μου, που έρχεσαι απ’ τις ξανθές ελιές,
που βύζαξαν οι ρίζες τους το χώμα που με βλάστησε,
αγάπες μού ξανάφερες και θύμησες παλιές,
που λέγω και το μάγιο σου από νεκρό μ’ ανάστησε.
Λαδάκι μου, που έρχεσαι απ’ τις ξανθές ελιές,
που βύζαξαν οι ρίζες τους το χώμα που με βλάστησε,
αγάπες μού ξανάφερες και θύμησες παλιές,
που λέγω και το μάγιο σου από νεκρό μ’ ανάστησε.
Ελιώνας
Σα σύννεφο ανοιξιάτικο που κυνηγάει τον ήλιο
κατρακυλάει το κύμα σου κι ασημοπρασινίζει.
απ’ το σοφό σου βόλεμα κι απ’ το νοικοκυριό σου
σε γνώρισα ασημόκορφε κι αρχοντικέ μου ελιώνα!
Σα σύννεφο ανοιξιάτικο που κυνηγάει τον ήλιο
κατρακυλάει το κύμα σου κι ασημοπρασινίζει.
απ’ το σοφό σου βόλεμα κι απ’ το νοικοκυριό σου
σε γνώρισα ασημόκορφε κι αρχοντικέ μου ελιώνα!
Η Πλωμαρίτισσα
Κι η μαυροφρύδα η λυγερή ― σαν την παχειά φοράδα,
που μες το ξεροχώραφο, κρυφά απ’ τον αγωγιάτη
βοσκίζει φορτωμένη ελιές ένα βαρύ γομάρι,
ενώ κάτω απ’ τα σκέλια της ρουφά απ’ τα ρογοβύζια
τα’ αφράτο γάλα ένας σουπάς μέσα στο αψύ λιοπύρι ―
έτσι σειστή και λυγιστή με τα μπατζακωτά της
περνάει η Πλωμαρίτισσα το σγουρομάλλη ελιώνα.
Κι ορθόλαιμη κι ορθόκορμη κυματιστή κολώνα
σηκώνει ένα βαρύ μποξά για σκιάδι στο κεφάλι
και δυο καλάθια κρέμουνται στα μπράτσα της, γεμάτα
από δροσιές του περβολιού κι από χαρές του τρύγου.
κι ως πλέκει αργοδιαβαίνοντας την κάρτσα του παιδιού της
μες τα σοφά της δάχτυλα χορεύουν οι βελόνες.
Και κάποτε τα σκοτεινά ματόφυλλα ανεμίζει
κι η μαλακιά της η ματιά τα λιόδεντρα χαϊδέβει.
Και κάποτε το φειδωτό δοξάρι του αχειλιού της
αργοσαλεύει και γελά για του μωρού την έννοια.
Και κάποτε το μάγουλο ― τριανταφυλλιά κι ανθίζει,
ανατολή και ρόδισε στη θύμηση του αντρού της.
Έτσι σειστή και λυγιστή στου λιοπυριού την άψη
διαβαίνει η Πλωμαρίτισσα σαν την παχειά φοράδα.
Κι η μαυροφρύδα η λυγερή ― σαν την παχειά φοράδα,
που μες το ξεροχώραφο, κρυφά απ’ τον αγωγιάτη
βοσκίζει φορτωμένη ελιές ένα βαρύ γομάρι,
ενώ κάτω απ’ τα σκέλια της ρουφά απ’ τα ρογοβύζια
τα’ αφράτο γάλα ένας σουπάς μέσα στο αψύ λιοπύρι ―
έτσι σειστή και λυγιστή με τα μπατζακωτά της
περνάει η Πλωμαρίτισσα το σγουρομάλλη ελιώνα.
Κι ορθόλαιμη κι ορθόκορμη κυματιστή κολώνα
σηκώνει ένα βαρύ μποξά για σκιάδι στο κεφάλι
και δυο καλάθια κρέμουνται στα μπράτσα της, γεμάτα
από δροσιές του περβολιού κι από χαρές του τρύγου.
κι ως πλέκει αργοδιαβαίνοντας την κάρτσα του παιδιού της
μες τα σοφά της δάχτυλα χορεύουν οι βελόνες.
Και κάποτε τα σκοτεινά ματόφυλλα ανεμίζει
κι η μαλακιά της η ματιά τα λιόδεντρα χαϊδέβει.
Και κάποτε το φειδωτό δοξάρι του αχειλιού της
αργοσαλεύει και γελά για του μωρού την έννοια.
Και κάποτε το μάγουλο ― τριανταφυλλιά κι ανθίζει,
ανατολή και ρόδισε στη θύμηση του αντρού της.
Έτσι σειστή και λυγιστή στου λιοπυριού την άψη
διαβαίνει η Πλωμαρίτισσα σαν την παχειά φοράδα.
Η συγκομιδή ελαιών
Φτάξανε πάλι οι εληές
έμορφές μου κοπελιές
εξυπνάτε το πουρνό
κι όλες έξω στο βουνό.
Ήνοιξε πάλι η δουλειά
η ευλογημένη εληά
η εληά, η εληά,
που γεμίζει την κοιλιά.
Γεια σας γεια σας
Πλωμαρτούδες
πεταχτές μου πεταλούδες.
Το τσαρούχι σας στο πόδι
μια την άλλη κατά πόδι
την καλάθα σας στο χέρι
κάθε μία σας ας φέρει.
Και έξω έξω πριν να φέξει
μην κανείς μας περιπαίξει
έξω όλες στη δουλειά
στην ευλογημένη εληά
στην εληά, στην εληά
σαν τσιρκόνια στη φωλιά.
Να τα λιόδενδρα λυγίζουν
τα κλαδιά απ’ το βάρος τρίζουν
περιμένουν να λαφρώσουν
και σε μας αίμα να δώσουν.
Ω τι όμορφες εληές
μαύρες ως μενεξεληές
δείτε, δείτε πώς αστράφτουν
και τα στήθη μας ανάφτουν.
Το λοιπόν μικροί μεγάλοι
με καλάθι, με τσουβάλι
όλοι έξω στη δουλειά
στην ευλογημένη εληά.
Η εληά, η εληά
δεν σηκώνει τεμπελιά.
Ε κοπέλες και κοπέλια,
να καιρός πάλι για γέλια
να καιρός για τα τραγούδια
στολιστείτε με λουλούδια
δες κορίτσια στην αράδα
δες μορφιά και νοστιμάδα.
Ω χαρές στις κοπελιές
που μαζεύουν τις εληές.
Στις εληές, στις εληές
με αγάπες φιλικές.
Ραβδιστάδες στη δουλειά σας
προσοχή εις τα τεμπλιά σας
να μην σπάτε τα βλαστάρια
και τα τρυφερά κλωνάρια.
Τσίκι τσίκι τα τεμπλιά
πέφτει κάτω η εληά.
Η εληά, η εληά
κτίζει σπίτι και φωλιά.
Α, να γίνουν τα γουμάρια
να πηγαίνουν τα μουλάρια
να το μεσημέρι κοντεύει
η κοιλιά φαγί γυρεύει
ωχ τι όρεξη τι πείνα
πόχ’ εκείνη η μπουμπουλίνα
ω τι γλύκα τα καϋμένα
τα κουκιά τα λαδωμένα
κόψετε και αρμυρό
και κρεμμύδι καφτερό
φάτε και αλμυρή εληά
να γεμίσει η κοιλιά.
(1894)
Φτάξανε πάλι οι εληές
έμορφές μου κοπελιές
εξυπνάτε το πουρνό
κι όλες έξω στο βουνό.
Ήνοιξε πάλι η δουλειά
η ευλογημένη εληά
η εληά, η εληά,
που γεμίζει την κοιλιά.
Γεια σας γεια σας
Πλωμαρτούδες
πεταχτές μου πεταλούδες.
Το τσαρούχι σας στο πόδι
μια την άλλη κατά πόδι
την καλάθα σας στο χέρι
κάθε μία σας ας φέρει.
Και έξω έξω πριν να φέξει
μην κανείς μας περιπαίξει
έξω όλες στη δουλειά
στην ευλογημένη εληά
στην εληά, στην εληά
σαν τσιρκόνια στη φωλιά.
Να τα λιόδενδρα λυγίζουν
τα κλαδιά απ’ το βάρος τρίζουν
περιμένουν να λαφρώσουν
και σε μας αίμα να δώσουν.
Ω τι όμορφες εληές
μαύρες ως μενεξεληές
δείτε, δείτε πώς αστράφτουν
και τα στήθη μας ανάφτουν.
Το λοιπόν μικροί μεγάλοι
με καλάθι, με τσουβάλι
όλοι έξω στη δουλειά
στην ευλογημένη εληά.
Η εληά, η εληά
δεν σηκώνει τεμπελιά.
Ε κοπέλες και κοπέλια,
να καιρός πάλι για γέλια
να καιρός για τα τραγούδια
στολιστείτε με λουλούδια
δες κορίτσια στην αράδα
δες μορφιά και νοστιμάδα.
Ω χαρές στις κοπελιές
που μαζεύουν τις εληές.
Στις εληές, στις εληές
με αγάπες φιλικές.
Ραβδιστάδες στη δουλειά σας
προσοχή εις τα τεμπλιά σας
να μην σπάτε τα βλαστάρια
και τα τρυφερά κλωνάρια.
Τσίκι τσίκι τα τεμπλιά
πέφτει κάτω η εληά.
Η εληά, η εληά
κτίζει σπίτι και φωλιά.
Α, να γίνουν τα γουμάρια
να πηγαίνουν τα μουλάρια
να το μεσημέρι κοντεύει
η κοιλιά φαγί γυρεύει
ωχ τι όρεξη τι πείνα
πόχ’ εκείνη η μπουμπουλίνα
ω τι γλύκα τα καϋμένα
τα κουκιά τα λαδωμένα
κόψετε και αρμυρό
και κρεμμύδι καφτερό
φάτε και αλμυρή εληά
να γεμίσει η κοιλιά.
(1894)
Οι δημιουργοί
Οι ελιές που φυτέψαμε
μεγάλωσαν και κάρπισαν,
απλώσαμε τα λιόπανα
χτενίσαμε τον καρπό.
Στο λιοτρίβι πήραμε το λάδι
νιώσαμε μεγάλη χαρά
τη χαρά του δημιουργού
δυο σημαντικοί δημιουργοί…
Η Ελιά
Είμαι η Ελιά η Τρυλιανή
Κολοβή, Αδραμυτινή,
Καρολιά και Λαδολιά
η Μυτιληνιά είμαι η ελιά.
Είμαι η Ελιά! Είμαι η Ελιά!
Η Μυτιληνιά είμαι η Ελιά.
Ξεκινώ απ’ τα περιγιάλια
κι ανεβαίνω αγάλια - αγάλια
ως τα πιο ψηλά βουνά,
δασωμένα και γυμνά.
Μες στους κάμπους με τα στάχυα
πλάι στους πρίνους μες στα βράχια
με τις ρίζες μου ρουφώ
το χρυσάφι το στυφό.
Κάθε δυο χρονιές καρπίζω
και τα κιούπια σας γεμίζω
με χυμό κεχριμπαρί
που αξίζει όσο βαρεί.
Τη ζωή στον τόπο δίνω
με το λάδι μου το φίνο,
τη ζωή και τη χαρά
και στην αγορά φτερά.
Είμαι η Ελιά η Τρυλιανή
κολοβή, Αδραμυτινή,
καρολιά και λαδολιά
η Μυτιληνιά είμαι η ελιά.
Είμαι η Ελιά! Είμαι η Ελιά!
Η Μυτιληνιά είμαι η Ελιά.
Είμαι η Ελιά η Τρυλιανή
Κολοβή, Αδραμυτινή,
Καρολιά και Λαδολιά
η Μυτιληνιά είμαι η ελιά.
Είμαι η Ελιά! Είμαι η Ελιά!
Η Μυτιληνιά είμαι η Ελιά.
Ξεκινώ απ’ τα περιγιάλια
κι ανεβαίνω αγάλια - αγάλια
ως τα πιο ψηλά βουνά,
δασωμένα και γυμνά.
Μες στους κάμπους με τα στάχυα
πλάι στους πρίνους μες στα βράχια
με τις ρίζες μου ρουφώ
το χρυσάφι το στυφό.
Κάθε δυο χρονιές καρπίζω
και τα κιούπια σας γεμίζω
με χυμό κεχριμπαρί
που αξίζει όσο βαρεί.
Τη ζωή στον τόπο δίνω
με το λάδι μου το φίνο,
τη ζωή και τη χαρά
και στην αγορά φτερά.
Είμαι η Ελιά η Τρυλιανή
κολοβή, Αδραμυτινή,
καρολιά και λαδολιά
η Μυτιληνιά είμαι η ελιά.
Είμαι η Ελιά! Είμαι η Ελιά!
Η Μυτιληνιά είμαι η Ελιά.
Συγκομιδή
Μαύρες απλώνονταν οι ελιές
μες στο γλαυκό το φύλλωμα
στις παρυφές των λόφων.
Και γύρω από των δέντρων τους κορμούς
καθώς οι άγριοι
στα σκυθρωπά τριγύρω βράχια
μαζώχτρες σκύβανε στη γη
– καλόγριες να προσκυνήσουν –
γονατιστές σχεδόν κι αμίλητες στο μόχθο
(μελανιασμένα δάχτυλα πρησμένα χέρια)
και γύρω στρώμα οι καρποί,
βότσαλα λεία και πικρά. κατάστικτο χορτάρι.
Κι όταν αργά μέσα στο γιόμα
παίρναν το δρόμο, ένας στρατός
γυρνώντας νικημένος
προς τη βαριά του λιοτριβιού την πύλη,
έπεφτε η νύχτα με πυκνά πουλιά στον ουρανό
κι η δύση φώτιζε λερούς
και φαγωμένους τοίχους.
Αντιστέκομαι
Αντιστέκομαι όπως οι ελιές της πατρίδας μου, οι σκληρές
σαν τα κόκαλα τ’ αντρειωμένου, που τους λείπουν οι μαύρες
μαντήλες μονάχα για να μοιάζουν με τις μανάδες μας.
που σφηνωμένες γερά στην απόλυτη πέτρα,
αδιαφορούν για τις θύελλες, αναπνέουν τις αστραπές
και τις κάνουνε μες στους πικρούς τους
χυμούς ειρήνη και φως.
Η Λιομαζώχτρα
Με τη σκάλα στον ώμο, ανάμεσα στις ελιές, επέρασε
το φάντασμά της. Ήταν η μάνα μου, τη γνώρισα
απ’ το τσεμπέρι της που σάλευε λυμένο, από τα χέρια
κι από τη δέσμη του φωτός που απόπνεε το χαμόγελό της.
Η ώρα, το χώμα, ο γνώριμος κυματισμός του εδάφους
ταίριαζαν με την παρουσία της. Τη φώναξα χωρίς
αμφιβολία καμιά. εκείνη με χαιρέτησε
μ’ ένα νόημα αέρινο. Πάτησε έπειτα στα νύχια,
πήρε ν’ ανυψώνεται. Διάσχιζε τον αέρα
προς τον ουρανό, όπως ήταν, με τη σκάλα της.
(Κάθε τέτοια εποχή, απλώνει τα λιοπάνια της
και τα ξαναμαζεύει. Έρχεται και βοηθάει τη γη.)
Της ελιάς ο ίσκιος
Σε κάμα ή σε βροχή καλοδεχούμενοι
θα ’ναι για μας των δένδρων όλων οι ίσκιοι.
Μα στης ελιάς τον ίσκιο κάτι ξέχωρο
και το κορμί μας κι η ψυχή μας βρίσκει.
Σαν της φτελιάς δε θα ’ναι μεγαλόπρεπος
σαν της φτελιάς ανάλαφρος δε θα ’ναι,
σε κούφιο πλάτανο δε θα φωλιάζουμε
κι ευωδιές πεύκων δε θα μας μεθάνε.
Απ’ τη φριχτή τη νύχτα που ξαγρύπνησες
στον πόνο του Θεάνθρωπου, η θωριά σου
χλώμιασε, ελιά, και το κορμί σου ασκήτευσε
τυλιγμένο στις δίπλες ενός ράσου.
Κι απ’ τη μέρα που ταπεινά προσκύνησες
στο στερνό της διάβα τη θεία Γεννήτρα
στους αιώνες των αιώνων απόμεινες
με τους κλώνους γερμένους ‒ προσκυνήτρα.
Στην τόση πίστη σου άξια χάρη δόθηκε:
Μες στο βαθύ της αμαρτίας σκοτάδι
του λυτρωμού το μόνο φως παρήγορο
να καίει, ελιά, με το δικό σου λάδι.
Κι εμείς σκυφτοί, γονατιστοί στον ίσκιο σου
‒ μικρού παρεκκλησιού σκεπή αγιασμένη ‒
θα νιώθουμε απ’ τους κλώνους σου, απ’ τα χέρια σου
τη θεϊκή ευλογία να κατεβαίνει.
Σε κάμα ή σε βροχή καλοδεχούμενοι
θα ’ναι για μας των δένδρων όλων οι ίσκιοι.
Μα στης ελιάς τον ίσκιο κάτι ξέχωρο
και το κορμί μας κι η ψυχή μας βρίσκει.
Σαν της φτελιάς δε θα ’ναι μεγαλόπρεπος
σαν της φτελιάς ανάλαφρος δε θα ’ναι,
σε κούφιο πλάτανο δε θα φωλιάζουμε
κι ευωδιές πεύκων δε θα μας μεθάνε.
Απ’ τη φριχτή τη νύχτα που ξαγρύπνησες
στον πόνο του Θεάνθρωπου, η θωριά σου
χλώμιασε, ελιά, και το κορμί σου ασκήτευσε
τυλιγμένο στις δίπλες ενός ράσου.
Κι απ’ τη μέρα που ταπεινά προσκύνησες
στο στερνό της διάβα τη θεία Γεννήτρα
στους αιώνες των αιώνων απόμεινες
με τους κλώνους γερμένους ‒ προσκυνήτρα.
Στην τόση πίστη σου άξια χάρη δόθηκε:
Μες στο βαθύ της αμαρτίας σκοτάδι
του λυτρωμού το μόνο φως παρήγορο
να καίει, ελιά, με το δικό σου λάδι.
Κι εμείς σκυφτοί, γονατιστοί στον ίσκιο σου
‒ μικρού παρεκκλησιού σκεπή αγιασμένη ‒
θα νιώθουμε απ’ τους κλώνους σου, απ’ τα χέρια σου
τη θεϊκή ευλογία να κατεβαίνει.
[Λιομαζεύτρα]
Γυναίκες σκυφτές σαν σε ικεσία γονατιστές
μες στον πλατύ, βαθύγνωμο ελαιώνα.
Γενεές γενεών
κάτω από τις ίδιες στριφτόκορμες αινιγματικές ελιές.
Ιδρώτας και αίμα, σταγόνα τη σταγόνα
στη ρίζα της Αγίας πικροελιάς.
Γαληνομέτωπη, τρισεύγενη γυναίκα
που με τα ιερά σου χέρια
χέρια χοντρά, σκαμμένα
νύχια μαυρισμένα
παραμερίζεις το γκρίφι και το αγκάθι
να ξετρυπώσεις την ελιά μια-μια κι ακόμα μια
μαζί με μια λαχτάρα.
Σε σένα ο αίνος, ανώνυμη Λεσβίδα.
Γυναίκες σκυφτές σαν σε ικεσία γονατιστές
μες στον πλατύ, βαθύγνωμο ελαιώνα.
Γενεές γενεών
κάτω από τις ίδιες στριφτόκορμες αινιγματικές ελιές.
Ιδρώτας και αίμα, σταγόνα τη σταγόνα
στη ρίζα της Αγίας πικροελιάς.
Γαληνομέτωπη, τρισεύγενη γυναίκα
που με τα ιερά σου χέρια
χέρια χοντρά, σκαμμένα
νύχια μαυρισμένα
παραμερίζεις το γκρίφι και το αγκάθι
να ξετρυπώσεις την ελιά μια-μια κι ακόμα μια
μαζί με μια λαχτάρα.
Σε σένα ο αίνος, ανώνυμη Λεσβίδα.
Εις ελαίαν
Α
Σύμβολον της ειρήνης
χαίρ’ ευσχήμων ελαία!
Υπόθεσις της λύρας μου
να γίνεις, με αναγκάζει
η ευγνωμοσύνη.
Β
Πλουμισμένην σε βλέπω
χρυσοκάρπιμον δένδρον.
οι κλάδοι σου ξανθίζουσι
και τ’ άσπρα σου άνθη πίπτοντα
την γην στολίζουν.
Γ
Κερκυραίων είσαι πλούτος,
κι αν του καιρού η μανία
βάρβαρα συγχωρεί
τον εξολοθρευμόν σου
σ’ εσέ ’γω ελπίζω.
Δ
Η θεά της σοφίας
εις τους ανθρώπους χάρισμα
έδωσ’ εσέ, κι η Έρις
Θεών των αθανάτων
διά σου διελύθη.
Ε
Καλλιστέφανον σ’ έκραξαν
οι αθληταί εις τα Ολύμπια
ότι εκ σου στέφανα έπλεκον
κι ο νικητής τα εφόρει
Νίκης σημείον.
ΣΤ
Αι δε ρωμαίαι παρθένοι
ξανθοπλόκαμοι κόραι
με αειθαλείς τους βλαστούς σου
αντί ρόδων εκόσμουν
τους νεονύμφους.
Ζ
Ουράνιον ξύλον πάντοτε
σ’ ενόμισαν οι αρχαίοι.
Ο γεωργός τιμάς
και δώρα προσαπόκτιζε
δι’ εσέ πρεπόντως.
Η
Τώρ’ οι εμμανείς κι ανόητοι
τους βλαστούς σου που η φύσις
κι ο ιδρώς του εργάτου ανέθρεψε
της φλογός εις θυσίαν
άσπλαχνα κόπτουν.*
Θ
Ω προνόμιον μωρίας!
Α δυστυχείς κι ασύνετοι!
θέλει φθάσει καιρός
που οι στεναγμοί σας μάταιοι
θέλει απομείνουν.
Ι
Συ δ’ ευτύχει, ω ελαία!
Αφθόνως τους καρπούς σου
δίδε πάντα εις ημάς
και ’γω ευγνωμόνως πάλιν
θέλει σε υμνήσω.
Α
Σύμβολον της ειρήνης
χαίρ’ ευσχήμων ελαία!
Υπόθεσις της λύρας μου
να γίνεις, με αναγκάζει
η ευγνωμοσύνη.
Β
Πλουμισμένην σε βλέπω
χρυσοκάρπιμον δένδρον.
οι κλάδοι σου ξανθίζουσι
και τ’ άσπρα σου άνθη πίπτοντα
την γην στολίζουν.
Γ
Κερκυραίων είσαι πλούτος,
κι αν του καιρού η μανία
βάρβαρα συγχωρεί
τον εξολοθρευμόν σου
σ’ εσέ ’γω ελπίζω.
Δ
Η θεά της σοφίας
εις τους ανθρώπους χάρισμα
έδωσ’ εσέ, κι η Έρις
Θεών των αθανάτων
διά σου διελύθη.
Ε
Καλλιστέφανον σ’ έκραξαν
οι αθληταί εις τα Ολύμπια
ότι εκ σου στέφανα έπλεκον
κι ο νικητής τα εφόρει
Νίκης σημείον.
ΣΤ
Αι δε ρωμαίαι παρθένοι
ξανθοπλόκαμοι κόραι
με αειθαλείς τους βλαστούς σου
αντί ρόδων εκόσμουν
τους νεονύμφους.
Ζ
Ουράνιον ξύλον πάντοτε
σ’ ενόμισαν οι αρχαίοι.
Ο γεωργός τιμάς
και δώρα προσαπόκτιζε
δι’ εσέ πρεπόντως.
Η
Τώρ’ οι εμμανείς κι ανόητοι
τους βλαστούς σου που η φύσις
κι ο ιδρώς του εργάτου ανέθρεψε
της φλογός εις θυσίαν
άσπλαχνα κόπτουν.*
Θ
Ω προνόμιον μωρίας!
Α δυστυχείς κι ασύνετοι!
θέλει φθάσει καιρός
που οι στεναγμοί σας μάταιοι
θέλει απομείνουν.
Ι
Συ δ’ ευτύχει, ω ελαία!
Αφθόνως τους καρπούς σου
δίδε πάντα εις ημάς
και ’γω ευγνωμόνως πάλιν
θέλει σε υμνήσω.
Η Ελιά
Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη
πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει
σα νἄθελε να σε νεκροστολίσει.
Και το κάθε πουλάκι στο μεθύσι
της αγάπης πιπίζοντας ανοίγει
στο κλαρί σου ερωτιάρικο κυνήγι,
στο κλαρί σου που δε θα ξανανθίσει.
Ω, πόσο στη θανή θα σε γλυκάνουν,
με τη μαγευτική βοή που κάνουν,
ολοζώντανης νιότης ομορφάδες
που σα θύμησες μέσα σου πληθαίνουν·
ω να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν
και άλλες ψυχές, της ψυχής σου αδερφάδες.
(Σονέτο Μαβίλη Λορέντζου)
Η ελιά
Είμαι του ήλιου θυγατέρα,
η πιο απ’ όλες χαϊδευτή,
χρόνια η αγάπη του πατέρα
σ’ αυτόν τον κόσμο με κρατεί.
Όσο να γείρω νεκρωμένη,
Αυτόν το μάτι μου ζητεί.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Δεν είμ' ολόξανθη, μοσχάτη
τριανταφυλλιά ή κιτριά·
θαμπώνω της ψυχής το μάτι,
για τ' άλλα μάτια είμαι γριά.
Δε μ' έχει αηδόνι ερωμένη,
μ’ αγάπησε μία θεά·
Eίμ' η ελιά η τιμημένη.
Όπου κι αν λάχω κατοικία,
δε μ’ απολείπουν οι καρποί,
ως τα βαθειά μου γηρατεία
δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή.
Μ’ έχει ο Θεός ευλογημένη
κι είμαι γεμάτη προκοπή.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Φρίκη, ερημιά, νερό, σκοτάδι
τη γη εθάψαν μια φορά,
εμέ ζωής φέρνει σημάδι
στο Νώε η περιστερά.
Όλης της γης είχα γραμμένη
την ομορφάδα, τη χαρά.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Εδώ στον ίσκιο μου αποκάτω
ήρθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί,
κι ακούστηκ’ η γλυκιά λαλιά του
λίγο προτού να σταυρωθεί.
Το δάκρυ του, δροσιά αγιασμένη,
έχει στη ρίζα μου χυθεί.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Και φως πραότατο χαρίζω
εγώ στην άγρια τη νυχτιά.
Τον πλούτο πια δε τον φωτίζω,
συ μ’ ευλογείς, φτωχολογιά.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Κι αν απ’ τον άνθρωπο διωγμένη,
φέγγω μπροστά στην Παναγιά.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Είμαι του ήλιου θυγατέρα,
η πιο απ’ όλες χαϊδευτή,
χρόνια η αγάπη του πατέρα
σ’ αυτόν τον κόσμο με κρατεί.
Όσο να γείρω νεκρωμένη,
Αυτόν το μάτι μου ζητεί.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Δεν είμ' ολόξανθη, μοσχάτη
τριανταφυλλιά ή κιτριά·
θαμπώνω της ψυχής το μάτι,
για τ' άλλα μάτια είμαι γριά.
Δε μ' έχει αηδόνι ερωμένη,
μ’ αγάπησε μία θεά·
Eίμ' η ελιά η τιμημένη.
Όπου κι αν λάχω κατοικία,
δε μ’ απολείπουν οι καρποί,
ως τα βαθειά μου γηρατεία
δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή.
Μ’ έχει ο Θεός ευλογημένη
κι είμαι γεμάτη προκοπή.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Φρίκη, ερημιά, νερό, σκοτάδι
τη γη εθάψαν μια φορά,
εμέ ζωής φέρνει σημάδι
στο Νώε η περιστερά.
Όλης της γης είχα γραμμένη
την ομορφάδα, τη χαρά.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Εδώ στον ίσκιο μου αποκάτω
ήρθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί,
κι ακούστηκ’ η γλυκιά λαλιά του
λίγο προτού να σταυρωθεί.
Το δάκρυ του, δροσιά αγιασμένη,
έχει στη ρίζα μου χυθεί.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Και φως πραότατο χαρίζω
εγώ στην άγρια τη νυχτιά.
Τον πλούτο πια δε τον φωτίζω,
συ μ’ ευλογείς, φτωχολογιά.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Κι αν απ’ τον άνθρωπο διωγμένη,
φέγγω μπροστά στην Παναγιά.
Είμ’ η ελιά η τιμημένη.
Πολέμης Ιωάννης (Αθήνα 1862 – Αθήνα 1924)
Η ελιά
Ευλογημένο να ’ναι, ελιά, το χώμα που σε τρέφει,
κι ευλογημένο το νερό που πίνεις απ’ τα νέφη,
κι ευλογημένος τρεις φορές αυτός που σ’ έχει στείλει
για το λυχνάρι του φτωχού, για τ’ άγιου το καντήλι.
Δεν είσαι συ περήφανη σαν τ’ άλλα καρποφόρα,
που βιαστικά, ανυπόμονα, δεν βλέπουνε την ώρα
πότε με τ’ ανθολούλουδα τους κλώνους να σκεπάσουν
και με μια πρόσκαιρη ομορφιά τα μάτια να ξιπάσουν.
Εσύ ’σαι πάντα ταπεινή. πάντα δουλεύτρα, σκύβεις,
μ’ όλα τα πλούτη που κρατείς, μ’ όλο το βιο που κρύβεις.
Γι’ αυτό απ’ τα πρώτα νιάτα σου, που τα φιλούν οι ανέμοι,
ως τα βαθιά γεράματα, που το κορμί σου τρέμει,
και γέρνει κάθε σου κλαδί και κάθε παρακλάδι,
μέσα στον κούφιο σου κορμό δεν σου ’λειψε το λάδι.
- Όμηρος και ελιά
Η ελιά είναι το κόσμημα της ελληνικής γης, το δέντρο που προσαρμόστηκε απόλυτα στο ‘λεπτόγεω’ του ελληνικού εδάφους. Ελάχιστα απαιτητική, με την αιωνόβια θητεία της μέσα στο χρόνο, αποτελεί σύμβολο σταθερότητας, υπομονής και ελπίδας. Γι’αυτό υμνήθηκε ανά τους αιώνες. Στην Οδύσσεια, συχνά, αποτελεί το πλαίσιο της εικόνας του πρωταγωνιστή Οδυσσέα. Στη ρίζα της κάθισε με τη θεά Αθηνά, για να οργανώσουν τη μνηστηροφρονία (ν. 385) και την ελιά χρησιμοποίησε η Αθηνά ως απόδειξη για να πειστεί ο ήρωας, ότι πατεί το χώμα της πατρίδας του.
Άλλωστε, η ελιά τον πρωτοδέχτηκε στη στεριά και τον έσωσε από βέβαιο θάνατο, όταν, πρησμένος από την πολυήμερη πάλη του με τα κύματα και κατακομματιασμένος από τα χτυπήματα στους βράχους, έφτασε στη Σχερία, μετά το νησί της Καλυψώς. Πού θα περνούσε τη νύχτα ο πολύπαθος ήρωας, για να μη τον παραλύσει η υγρασία και να μη τον κατασπαράξουν τα θηρία :
Στο απόξω μέρος της αυλής, κοντά στις πόρτες, είχε μεγάλο κήπο, τέσσερων στρεμμάτων, κι ένας φράχτης γύρω τον έφραζε παντού. Κι εκεί μεγάλα δέντρα, φύτρωναν δροσερά , αχλαδιές , ροδιές, μηλιές με μήλα , συκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον ανθό τους, που δεν τους έλειπε ο καρπός του χειμώνα καλοκαίρι, μήτε ποτέ τον έχαναν, μόν’ απαυτά φυσώντας ο Ζέφυρος άλλον γεννά κι άλλον τον ωριμάζει.
Στη ‘μεστή Άρεως’ Ιλιάδα υπάρχει μια θαυμάσια παρομοίωση του νεαρού Εύφορβου με τρυφερό δέντρο ελιάς.
Αν και το λάδι της ελιάς δεν αποτελούσε τροφή στους Ομηρικούς χρόνους, ωστόσο αναφέρεται ως ένδειξη πλούτου και ισχύος. Η αποθήκη του Οδυσσέα ‘είχε σωρό χρυσάφι και στα σεντούκια ρουχικά και μυρωδάτο λάδι’ (β, 356). Στον ομηρικό κόσμο το λάδι είναι το απαραίτητο καλλυντικό μετά το λουτρό και προσδίδει στο σώμα ελαστικότητα και χάρη. Η βασίλισσα Αρήτη δίνει στην κόρη της, τη Ναυσικά, ένα χρυσό ροΐ γεμάτο λάδι για να τρίψει το σώμα της, όταν λουστεί στο ποτάμι (ζ, 81-82). Κι όταν λουστεί και τριφτεί με λάδι, με τη βοήθεια πάντα της Αθηνάς, θα παρουσιαστεί μπροστά στα μάτια της έκπληκτης κόρης γεμάτος τόση χάρη κι ομορφιά που θα ευχηθεί να ήταν αυτός ο άνδρας της ζωής της (ζ, 222).
Παρόμοια εικόνα έχουμε και στη ραψωδία ψ, όταν η Ευρυνόμη λούζει τον Οδυσσέα και αλείφει το κορμί του με λάδι, προκειμένου να εμφανιστεί στην Πηνελόπη. Και ήταν τόσο ευεργετικά τα αποτελέσματα του λαδιού, που μόλις βγήκε από το λουτρό έμοιαζε με αθάνατο θεό (ψ, 161). Μα και ο Τηλέμαχος, στο ανάκτορο του Νέστορα, στην Πύλο. Λούζεται και αλείφεται με λάδι και βγαίνει κι αυτός από το λουτρό όμοιος με αθάνατο θεό (γ, 486).
Στην Ιλιάδα (Κ,577) ο Οδυσσέας με το Διομήδη επιστρέφοντας από μια περιπολία, όπου σκότωσαν δώδεκα Θρακιώτες κι ένα κατάσκοπο του Έκτορα,
Βαθιά θλιμμένος ο ‘νεφεληγερέτης’ Δίας προστάζει τον Απόλλωνα ν’ απομακρύνει από της μάχης την αντάρα το άψυχο σώμα του αγαπημένου του γιου Σαρπηδόνα και να τον φροντίσει τρυφερά:
Το νεκρό Πάτροκλο ‘τον λούσαν και τον άλειψαν με μυρωμένο λάδι’ οι Αχαιοί (Σ,350), ενώ η Αφροδίτη ΄ με αθάνατο ροδόλαδο ’ άλειφε το νεκρό Έκτορα να μη γδαρθεί από την κακοποίηση που έκανε στο πτώμα του ο Αχιλλέας (Ψ,186).
Κουρασμένη από τα ερωτικά παιχνίδια η θέα του κάλλους επιφυλάσσει την ίδια περιποίηση για τον εαυτό της: αποσύρεται στην Πάφο, όπου οι Χάριτες την οδηγούν στο εσωτερικό του περικαλλούς ναού της, τη λούζουν και αρωματίζουν το θεσπέσιο σώμα της με άφθαρτο λάδι.
Κι όταν η Ήρα σκέφτηκε να παρασύρει ερωτικά το Δια, για ν’ αποσπάσει την προσοχή του από τη μάχη, χάρη των Αχαιών, κίνησε για το ιδιαίτερο διαμέρισμα της, που το είχε χτίσει ο Ήφαιστος
Στην ομηρική εποχή το ξύλο της ελιάς ήταν σε ευρεία χρήση. Η Καλυψώ έδωσε στον Οδυσσέα,‘μεγάλο μπαλτά, ολόχαλκο και δίστομο που ’χε όμορφο στειλιάρι μέσα μπηγμένο ελίτικο, με τέχνη σφηνωμένο…’ (ε, 242-4), για να κατασκευάσει τη σχεδία του. Ο Κύκλωπας Πολύφημος είχε στη σπηλιά του ένα τεράστιο ξύλο ελιάς, χλωροκομένο, που το προόριζε για ραβδί, όταν θα ξεραινόταν. Ήταν τόσο μεγάλο και χοντρό που έμοιαζε με κατάρτι εικοσάκουπου καραβιού, από τα μεγάλα φορτηγά (ι,320-4). Ένα κομμάτι, έως μια οργιά, απ’ αυτόν τον κορμό χρησιμοποίησε ο Οδυσσέας, για να τον τυφλώσει.
Αλλά η πιο ρομαντική αναφορά στη χρήση του ξύλου της ελιάς γίνεται στη ραψωδία ψ.
Ο Οδυσσέας έχει φτάσει στην Ιθάκη, έχει αναγνωριστεί από τον Εύμαιο, τον Τηλέμαχο και την Ευρύκλεια, έχει σκοτώσει τους μνηστήρες, δεν έχει όμως ακόμη αναγνωριστεί από την πίστη και γι ‘ αυτό δύσπιστη Πηνελόπη, που απαιτεί να τον… δοκιμάσει. Δίνει, λοιπόν, εντολή στην Ευρύκλεια να μεταφέρει έξω από το παλάτι το κρεβάτι του Οδυσσέα και να του στρώσει να κοιμηθεί εκεί. Και τότε ο ήρωας εξανίσταται, φωνάζει θυμωμένος, πως είναι δυνατόν να συμβεί αυτό, ποιος μπορεί να μετακινήσει το κρεβάτι του, αφού ήταν ένα κρεβάτι με… ρίζες!
Και το ελίτικο κρεβάτι στρώθηκε με στρώματα απαλά, για να χαρεί το πολύπαθο και πολυπόθητο ζευγάρι μια νύχτα μαγική, σπαρμένη θάματα. Γιατί η θεά Αθηνά, γεμάτη κατανόηση, επιμήκυνε τη διάρκεια της νύχτας, καθυστερώντας την Αυγή στην άκρη του Ωκεανού και εμποδίζοντας τη να ζέψει τα άλογα,
Τέλος, ο Ομηρικός άνθρωπος, που δεν μπορεί να διανοηθεί το θάνατο να τον αποκόπτει από το φυσικό του περιβάλλον, φαντάζεται την ελιά απάνω στον καρπό της μαζί με τις γλυκόκαρπες συκιές και τα άλλα οπωροφόρα δέντρα να επιτείνει στον Κάτω Κόσμο το μαρτύριο του Ταντάλου (λ,596).
Μον’ έλα τώρα να πεισθείς το Θιάκι να σου δείξω.
Να του θαλάσσιου γέροντα Φόρκυνα το λιμάνι.
Να κι η στενόφυλλη ελιά στου λιμανιού το βάθος…
(ν, 356-358)
Άλλωστε, η ελιά τον πρωτοδέχτηκε στη στεριά και τον έσωσε από βέβαιο θάνατο, όταν, πρησμένος από την πολυήμερη πάλη του με τα κύματα και κατακομματιασμένος από τα χτυπήματα στους βράχους, έφτασε στη Σχερία, μετά το νησί της Καλυψώς. Πού θα περνούσε τη νύχτα ο πολύπαθος ήρωας, για να μη τον παραλύσει η υγρασία και να μη τον κατασπαράξουν τα θηρία :
Κι εκεί που τέτοια ανάδευε, καλύτερο του βρήκε
Να πάει στο δάσος. Και κοντά το βρήκε στο ποτάμι,
Σε μια κορφή και τρύπωσε σε δυο από κάτω δέντρα
Μαζί βγαλμένα, το ένα ελιά και το άλλο ήταν αγρέλα.
Ποτέ δεν τα’ πιανε η ορμή του νοτισμένου ανέμου,
μήτε κι ο ήλιος τα’ φρυγε με τις λαμπρές του αχτίδες,
μήτε περνούσε κι η βροχή στη ρίζα τους να φτάσει.
Τόσο πυκνά που φύτρωναν πλεγμένα ένα με τ’ άλλο.
Κάτω ο Δυσσέας τρύπωσε, και με τα δυο του χέρια
στοίβασε στρώμα απλόχωρο-γιατί είχε κει χυμένα
σωρό τα φύλλα, που και δυο και τρεις θα φυλαγόνταν
μες στου χειμώνα την καρδιά κι ας φρένιαζε φυσώντας.
Το είδε και χάρηκε ο θεϊκός πολύπαθος Δυσσέας
κι εκεί στη μέση πλάγιασε κι απάνω του με φύλλα
σκεπάστηκε.
( ε, 495-509)
Στην υπέροχη περιγραφή του κήπου του Αλκίνου η ελιά βρίσκεται σε περίοπτη θέση: Στο απόξω μέρος της αυλής, κοντά στις πόρτες, είχε μεγάλο κήπο, τέσσερων στρεμμάτων, κι ένας φράχτης γύρω τον έφραζε παντού. Κι εκεί μεγάλα δέντρα, φύτρωναν δροσερά , αχλαδιές , ροδιές, μηλιές με μήλα , συκιές γλυκόκαρπες κι ελιές απάνω στον ανθό τους, που δεν τους έλειπε ο καρπός του χειμώνα καλοκαίρι, μήτε ποτέ τον έχαναν, μόν’ απαυτά φυσώντας ο Ζέφυρος άλλον γεννά κι άλλον τον ωριμάζει.
Στη ‘μεστή Άρεως’ Ιλιάδα υπάρχει μια θαυμάσια παρομοίωση του νεαρού Εύφορβου με τρυφερό δέντρο ελιάς.
Πώς ανασταίνει μ’ έγνοια ολόδροσο φιντάνι ελιά ο ξωμάχος
σε τόπο απόμερο, που γύρα του νερά βρυσίζουν πλήθια,
πανώριο, τρυφερό, κι οι αγέρηδες κάθε λογής φυσώντας
το ακρολογούν, και στέκει κάτασπρο στον πλήθιο μέσα ανθό του,
όμως αγέρας ξάφνου ασκώνεται και δυνατό δρολάπι
κι από το λάκκο του ανασπώντας το στο χώμα το ξαπλώνει,
του Πάνθου τον υγιό, τον Εύφορβο τον κονταρά, παρό-
μοια σκότωσε ο γιος του Ατρέα …
( Ρ, 53-60 )
Αν και το λάδι της ελιάς δεν αποτελούσε τροφή στους Ομηρικούς χρόνους, ωστόσο αναφέρεται ως ένδειξη πλούτου και ισχύος. Η αποθήκη του Οδυσσέα ‘είχε σωρό χρυσάφι και στα σεντούκια ρουχικά και μυρωδάτο λάδι’ (β, 356). Στον ομηρικό κόσμο το λάδι είναι το απαραίτητο καλλυντικό μετά το λουτρό και προσδίδει στο σώμα ελαστικότητα και χάρη. Η βασίλισσα Αρήτη δίνει στην κόρη της, τη Ναυσικά, ένα χρυσό ροΐ γεμάτο λάδι για να τρίψει το σώμα της, όταν λουστεί στο ποτάμι (ζ, 81-82). Κι όταν λουστεί και τριφτεί με λάδι, με τη βοήθεια πάντα της Αθηνάς, θα παρουσιαστεί μπροστά στα μάτια της έκπληκτης κόρης γεμάτος τόση χάρη κι ομορφιά που θα ευχηθεί να ήταν αυτός ο άνδρας της ζωής της (ζ, 222).
Παρόμοια εικόνα έχουμε και στη ραψωδία ψ, όταν η Ευρυνόμη λούζει τον Οδυσσέα και αλείφει το κορμί του με λάδι, προκειμένου να εμφανιστεί στην Πηνελόπη. Και ήταν τόσο ευεργετικά τα αποτελέσματα του λαδιού, που μόλις βγήκε από το λουτρό έμοιαζε με αθάνατο θεό (ψ, 161). Μα και ο Τηλέμαχος, στο ανάκτορο του Νέστορα, στην Πύλο. Λούζεται και αλείφεται με λάδι και βγαίνει κι αυτός από το λουτρό όμοιος με αθάνατο θεό (γ, 486).
Στην Ιλιάδα (Κ,577) ο Οδυσσέας με το Διομήδη επιστρέφοντας από μια περιπολία, όπου σκότωσαν δώδεκα Θρακιώτες κι ένα κατάσκοπο του Έκτορα,
σε καλοσκαλισμένους μπήκανε λουτρούς ν’ απολουστούνε.
Κι αφού λουστήκαν πια αλείφτηκαν καλά με λάδι,
πήγαν και κάθισαν να φαν….
Βαθιά θλιμμένος ο ‘νεφεληγερέτης’ Δίας προστάζει τον Απόλλωνα ν’ απομακρύνει από της μάχης την αντάρα το άψυχο σώμα του αγαπημένου του γιου Σαρπηδόνα και να τον φροντίσει τρυφερά:
…στο ρέμα λούσε τον του ποταμού, με λάδι
αθάνατο άλειψε τον, φορά του θεϊκό χιτώνα γύρω…
Το νεκρό Πάτροκλο ‘τον λούσαν και τον άλειψαν με μυρωμένο λάδι’ οι Αχαιοί (Σ,350), ενώ η Αφροδίτη ΄ με αθάνατο ροδόλαδο ’ άλειφε το νεκρό Έκτορα να μη γδαρθεί από την κακοποίηση που έκανε στο πτώμα του ο Αχιλλέας (Ψ,186).
Κουρασμένη από τα ερωτικά παιχνίδια η θέα του κάλλους επιφυλάσσει την ίδια περιποίηση για τον εαυτό της: αποσύρεται στην Πάφο, όπου οι Χάριτες την οδηγούν στο εσωτερικό του περικαλλούς ναού της, τη λούζουν και αρωματίζουν το θεσπέσιο σώμα της με άφθαρτο λάδι.
Κι όταν η Ήρα σκέφτηκε να παρασύρει ερωτικά το Δια, για ν’ αποσπάσει την προσοχή του από τη μάχη, χάρη των Αχαιών, κίνησε για το ιδιαίτερο διαμέρισμα της, που το είχε χτίσει ο Ήφαιστος
Κι ως μπήκε εκεί, διπλομαντάλωσε τις στραφταλούσες πόρτες.
Το ποθητό κορμί μ’ αθάνατο νερό ξεπλένει πρώτα
να φύγει η λέρα, διπλοπάλαμα μετά με λάδι αλείφτη,
ευωδιαστό, θεϊκό, πανέμνοστο. Να το κουνούσες μόνο
στου Δια μπροστά το χαλκοκάτωφλο, το αρχοντικό παλάτι,
γη κι ουρανό θα γέμιζε με τη μοσκοβολιά του.
Μ’ αυτό το πάγκαλο της άλειψε κορμί …
Ξ, 169-175
Στην ομηρική εποχή το ξύλο της ελιάς ήταν σε ευρεία χρήση. Η Καλυψώ έδωσε στον Οδυσσέα,‘μεγάλο μπαλτά, ολόχαλκο και δίστομο που ’χε όμορφο στειλιάρι μέσα μπηγμένο ελίτικο, με τέχνη σφηνωμένο…’ (ε, 242-4), για να κατασκευάσει τη σχεδία του. Ο Κύκλωπας Πολύφημος είχε στη σπηλιά του ένα τεράστιο ξύλο ελιάς, χλωροκομένο, που το προόριζε για ραβδί, όταν θα ξεραινόταν. Ήταν τόσο μεγάλο και χοντρό που έμοιαζε με κατάρτι εικοσάκουπου καραβιού, από τα μεγάλα φορτηγά (ι,320-4). Ένα κομμάτι, έως μια οργιά, απ’ αυτόν τον κορμό χρησιμοποίησε ο Οδυσσέας, για να τον τυφλώσει.
Αλλά η πιο ρομαντική αναφορά στη χρήση του ξύλου της ελιάς γίνεται στη ραψωδία ψ.
Ο Οδυσσέας έχει φτάσει στην Ιθάκη, έχει αναγνωριστεί από τον Εύμαιο, τον Τηλέμαχο και την Ευρύκλεια, έχει σκοτώσει τους μνηστήρες, δεν έχει όμως ακόμη αναγνωριστεί από την πίστη και γι ‘ αυτό δύσπιστη Πηνελόπη, που απαιτεί να τον… δοκιμάσει. Δίνει, λοιπόν, εντολή στην Ευρύκλεια να μεταφέρει έξω από το παλάτι το κρεβάτι του Οδυσσέα και να του στρώσει να κοιμηθεί εκεί. Και τότε ο ήρωας εξανίσταται, φωνάζει θυμωμένος, πως είναι δυνατόν να συμβεί αυτό, ποιος μπορεί να μετακινήσει το κρεβάτι του, αφού ήταν ένα κρεβάτι με… ρίζες!
Φιντάνι ελιάς στενόφυλλης μες στην αυλή μου ανθούσε,
Χλωρόφλουδο, ολοφούντωτο, χοντρό όσο ένας στύλος.
Κι ολόγυρα της έχτισα μια καμάρα, φτιασμένη
με μάρμαρα πελεκητά και με σκεπή από πάνω
κι έβαλα πόρτες ταιριαστές κι ομορφοκαμωμένες.
Έκοψα της πυκνόφυλλης ελιάς τη φούντα τότες
και τον κορμό κλαδεύοντας τον πελεκώ απ’ τη ρίζα
μ’ ένα σκεπάρνι τεχνικά, στη στάφνη ισώνοντας τον
κι έφτιασα τα κλινόποδα, τρυπώντας με τρυπάνι.
Κι εκείθε τότες άρχισα να φτιάχνω το κρεβάτι
πλουμίζοντας το μάλαμα και φίλντισι κι ασήμι
και μέσα κόκκινο λουρί βοδιού λαμπρό τεντώνω.
Να τώρα τα σημάδια του σου τα’ πα, μήτε ξέρω
αν μένει ακόμα ασάλευτο, γυναίκα, το κρεβάτι
ή πια απ’ τη ρίζα το’ κόψε κανείς κι αλλού το πήγε.
Μόλις η Πηνελόπη άκουσε τα αλάθητα σημάδια
έτρεξε ευθύς απάνω του στα δάκρυα βουτημένη
και το λαιμό του αγκάλιασε με τα λευκά της χέρια
και φίλαε το κεφάλι του …
Και το ελίτικο κρεβάτι στρώθηκε με στρώματα απαλά, για να χαρεί το πολύπαθο και πολυπόθητο ζευγάρι μια νύχτα μαγική, σπαρμένη θάματα. Γιατί η θεά Αθηνά, γεμάτη κατανόηση, επιμήκυνε τη διάρκεια της νύχτας, καθυστερώντας την Αυγή στην άκρη του Ωκεανού και εμποδίζοντας τη να ζέψει τα άλογα,
που της τραβούν τ’ αμάξι της και φως στον κόσμο φέρνουν.
Τέλος, ο Ομηρικός άνθρωπος, που δεν μπορεί να διανοηθεί το θάνατο να τον αποκόπτει από το φυσικό του περιβάλλον, φαντάζεται την ελιά απάνω στον καρπό της μαζί με τις γλυκόκαρπες συκιές και τα άλλα οπωροφόρα δέντρα να επιτείνει στον Κάτω Κόσμο το μαρτύριο του Ταντάλου (λ,596).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου